- προβιβασμός
- ο, ΝΜΑ [προβιβάζω]νεοελλ.-μσν.η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προβιβάζω, η προαγωγή σε ανώτερη τάξη ή σε ανώτερο βαθμόνεοελλ.η προώθηση μαθητή σε ανώτερη τάξηĮ| αρχ. οδήγηση προς τα εμπρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προβιβασμός — ο η πράξη και το αποτέλεσμα του προβιβάζω, η προαγωγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προβιβασμοῖς — προβιβασμός advancing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβιβασμοί — προβιβασμός advancing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβιβασμούς — προβιβασμός advancing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβιβασμῷ — προβιβασμός advancing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβιβασμόν — προβιβασμός advancing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάταξη — η (Α μετάταξις) [μετατάσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετατάσσω, μεταβολή τής τάξης, τής σειράς, τακτοποίηση με άλλο τρόπο νεοελλ. 1. ναυτ. κάθε κίνηση ναυτικών δυνάμεων που γίνεται εν πλω με σκοπό την αλλαγή τού σχηματισμού,… … Dictionary of Greek
προαγωγή — η, ΝΜΑ [προάγω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προάγω, πρόοδος, βελτίωση, ανάπτυξη («η κυβέρνηση εξετάζει τα μέτρα που θα συντελέσουν στην προαγωγή τού εκπαιδευτικού συστήματος») νεοελλ. 1. κατάληψη ανώτερης διοικητικής θέσης σε μια ιεραρχία,… … Dictionary of Greek
προβίβασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [προβιβάζω] μσν. προβιβασμός, προαγωγή σε ανώτερο αξίωμα, βαθμό ή σε ανώτερη θέση αρχ. 1. το να οδηγεί κανείς κάποιον προς τα εμπρός 2. (ιδίως στη μουσ.) η περαιτέρω ανάπτυξη … Dictionary of Greek
πρόβλησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [προβάλλω] μσν. 1. προβιβασμός, προαγωγή 2. εκκλ. (στο Βυζάντιο) η εκλογή και η επίσημη τελετή τής εγκατάστασης τού νέου πατριάρχη Κωνσταντινούπολης από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, η οποία γινόταν στη μεγάλη αίθουσα τών ανακτόρων αρχ … Dictionary of Greek